χαλκοτυπικη

χαλκοτυπικη
    χαλκοτυπική
    χαλκο-τῠπική
    ἥ (sc. τέχνη) кузнечное дело Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαλκοτυπικη" в других словарях:

  • χαλκοτυπική — art of a fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοτυπική — η, ΝΜΑ [χαλκοτύπος] χαλκουργία …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτυπικῆς — χαλκοτυπική art of a fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοτυπικήν — χαλκοτυπική art of a fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοτυπικός — ή, ό, Ν [χαλκοτυπία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκοτυπία 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. χαλκοτυπική …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»